- οππόθεν
- ὁππόθεν (Α)(επικ. τ.) επίρρ. βλ. οπόθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁππόθεν — ὁπόθεν whence epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπόθεν — (ΑΜ ὁπόθεν, Α και ιων. τ. ὁκόθεν και επικ. τ. ὁππόθεν) επίρρ. 1. (ως αναφ.) από το μέρος όπου, από όπου («ὁπόθεν... ῥᾴδιον ἧν λαβεῑν οὐκ ἦγον», Ξεν.) 2. (σε σύνθ. με τα μόρ. δή + ποτέ) ὁποθενδήποτε από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε αρχ. 1.… … Dictionary of Greek